αγανάχτηση
Смотреть что такое "αγανάχτηση" в других словарях:
αγανάχτηση — η το συναίσθημα αυτού που αγαναχτά, οργή, θυμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγανάκτηση — (Νομ.).Σε αδικήματα απλής σωματικής βλάβης ή εξύβρισης, ο δράστης μπορεί να απαλλαγεί, αν αποδειχτεί ότι παρασύρθηκε στην πράξη του από δικαιολογημένη α. για κάποια εναντίον του ενέργεια του θύματος, ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση. * * * και… … Dictionary of Greek
αναβρασμός — αναβρασμός, ο και ανάβραση, η και αναβρασμό, το έξαψη, ταραχή, αγανάχτηση: Οι εργατικές οργανώσεις βρίσκονται σε αναβρασμό εξαιτίας του κυβερνητικού νομοσχεδίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εύλογος — η, ο επίρρ. α ορθός, λογικός, παραδεχτός, κατανοητός, δικαιολογημένος: Εύλογη αγανάχτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουντζώνω — μούντζωσα, μουντζώθηκα, μουντζωμένος 1. κάνω προσβλητική χειρονομία με ανοιχτή παλάμη, δίνω μούντζες, φασκελώνω: Οι συγγενείς του θύματος έβρισαν και μούντζωσαν το φονιά. 2. μτφ., εγκαταλείπω κάτι με αγανάχτηση, περιφρονώ: Μούντζωσε την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχειλίζω — ξεχείλισα, ξεχειλισμένος 1. μτβ., γεμίζω κάτι ως τα χείλη, ώστε να χύνεται έξω: Μην το ξεχειλίζεις το ποτήρι. 2. αμτβ., φτάνω ως τα χείλη και χύνομαι έξω: Ξεχείλισε το ντεπόζιτο του νερού και τρέχει έξω. 3. μτφ., για ψυχικές καταστάσεις, γίνομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλάνταγμα — το, ατος 1. στενοχώρια, αγανάχτηση. 2. τρομερή δίψα. 3. περιορισμός, σβήσιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαλώ — προκάλεσα, προκλήθηκα και προκαλέστηκα, προκαλεσμένος 1. καλώ κάποιον σε αναμέτρηση, ερεθίζω, διεγείρω. 2. γίνομαι αίτιος για κάτι, προξενώ: Η τόση αδιαφορία του μου προκαλεί αγανάχτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)