αγανάχτηση

αγανάχτηση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγανάχτηση" в других словарях:

  • αγανάχτηση — η το συναίσθημα αυτού που αγαναχτά, οργή, θυμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγανάκτηση — (Νομ.).Σε αδικήματα απλής σωματικής βλάβης ή εξύβρισης, ο δράστης μπορεί να απαλλαγεί, αν αποδειχτεί ότι παρασύρθηκε στην πράξη του από δικαιολογημένη α. για κάποια εναντίον του ενέργεια του θύματος, ιδιαίτερα σκληρή ή βάναυση. * * * και… …   Dictionary of Greek

  • αναβρασμός — αναβρασμός, ο και ανάβραση, η και αναβρασμό, το έξαψη, ταραχή, αγανάχτηση: Οι εργατικές οργανώσεις βρίσκονται σε αναβρασμό εξαιτίας του κυβερνητικού νομοσχεδίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εύλογος — η, ο επίρρ. α ορθός, λογικός, παραδεχτός, κατανοητός, δικαιολογημένος: Εύλογη αγανάχτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μουντζώνω — μούντζωσα, μουντζώθηκα, μουντζωμένος 1. κάνω προσβλητική χειρονομία με ανοιχτή παλάμη, δίνω μούντζες, φασκελώνω: Οι συγγενείς του θύματος έβρισαν και μούντζωσαν το φονιά. 2. μτφ., εγκαταλείπω κάτι με αγανάχτηση, περιφρονώ: Μούντζωσε την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεχειλίζω — ξεχείλισα, ξεχειλισμένος 1. μτβ., γεμίζω κάτι ως τα χείλη, ώστε να χύνεται έξω: Μην το ξεχειλίζεις το ποτήρι. 2. αμτβ., φτάνω ως τα χείλη και χύνομαι έξω: Ξεχείλισε το ντεπόζιτο του νερού και τρέχει έξω. 3. μτφ., για ψυχικές καταστάσεις, γίνομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλάνταγμα — το, ατος 1. στενοχώρια, αγανάχτηση. 2. τρομερή δίψα. 3. περιορισμός, σβήσιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προκαλώ — προκάλεσα, προκλήθηκα και προκαλέστηκα, προκαλεσμένος 1. καλώ κάποιον σε αναμέτρηση, ερεθίζω, διεγείρω. 2. γίνομαι αίτιος για κάτι, προξενώ: Η τόση αδιαφορία του μου προκαλεί αγανάχτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»